ἄνασσε

ἄνασσε
ἄ̱νασσε , ἀνάσσω
to be lord
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀνάσσω
to be lord
pres imperat act 2nd sg
ἀνάσσω
to be lord
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
ἄ̱νασσε , ἀνάζω
aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀνάζω
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄνασσ' — ἄνασσα , ἄνασσα queen fem nom/voc sg ἄνασσαι , ἄνασσα queen fem nom/voc pl ἄ̱νασσε , ἀνάσσω to be lord imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄνασσε , ἀνάσσω to be lord pres imperat act 2nd sg ἄνασσε , ἀνάσσω to be lord imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… …   Dictionary of Greek

  • τρίτατος — άτη, ον, και αιολ. τ. τέρτατος, άτα, ον, Α 1. ο τρίτος («δύο μὲν γενεαὶ... ἀνθρώπων ἐφθίαθ ,...μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσε», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. στην αιτ. εν.) τριτάτην στην τρίτη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος ποιητ. τ. τού τρίτος με επίθημα ατος… …   Dictionary of Greek

  • ὤνασσ' — ἄνασσα , ἄνασσα queen fem nom/voc sg ἄνασσαι , ἄνασσα queen fem nom/voc pl ἄ̱νασσε , ἀνάσσω to be lord imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄνασσε , ἀνάσσω to be lord pres imperat act 2nd sg ἄ̱νασσα , ἀνάζω aor ind act 1st sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”