ἄνασσ' — ἄνασσα , ἄνασσα queen fem nom/voc sg ἄνασσαι , ἄνασσα queen fem nom/voc pl ἄ̱νασσε , ἀνάσσω to be lord imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄνασσε , ἀνάσσω to be lord pres imperat act 2nd sg ἄνασσε , ἀνάσσω to be lord imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… … Dictionary of Greek
τρίτατος — άτη, ον, και αιολ. τ. τέρτατος, άτα, ον, Α 1. ο τρίτος («δύο μὲν γενεαὶ... ἀνθρώπων ἐφθίαθ ,...μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσε», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. στην αιτ. εν.) τριτάτην στην τρίτη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος ποιητ. τ. τού τρίτος με επίθημα ατος… … Dictionary of Greek
ὤνασσ' — ἄνασσα , ἄνασσα queen fem nom/voc sg ἄνασσαι , ἄνασσα queen fem nom/voc pl ἄ̱νασσε , ἀνάσσω to be lord imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄνασσε , ἀνάσσω to be lord pres imperat act 2nd sg ἄ̱νασσα , ἀνάζω aor ind act 1st sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)